Η Βρετανική Διοίκηση στο νησί, που χρονολογείτο από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, συνέβαλε στην εμβάθυνσή τους, αντί να προσπαθήσει να τις μετριάσει, ως θα όφειλε. Η σημασία της γεωστρατηγικής θέσης της Κύπρου μεγάλωσε μετά τον Β ’Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της ύπαρξης των αεροπορικών βάσεων. Αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα σχέδια ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Εκτός από τις βάσεις, από τις οποίες τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα μπορούσαν να φτάσουν στα νότια σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης ή στην περιοχή του Σουέζ σε σύντομο χρονικό διάστημα υπάρχουν και τα σύγχρονα μέσα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και υποκλοπής, τα οποία, εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία, εξυπηρετούσαν εξίσου και τις ΗΠΑ. Από εκεί παρακολουθούσαν τις στρατιωτικές και διαστημικές δραστηριότητες της Σοβιετικής Ένωσης. Η ονομασία που δόθηκε στην Κύπρο ως ”το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου” υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη στρατηγική της σημασία. Όμως, μετά το ξέσπασμα του ένοπλου αγώνα ενάντια στους Βρετανούς – την 1η Απριλίου του 1955 - που σύντομα κλιμακώθηκε σε αιματηρές συγκρούσεις και μεταξύ των δύο εθνοτικών κοινοτήτων στο νησί - σε συνδυασμό με την αποτυχία της επιχείρησης του Σουέζ, το Ηνωμένο Βασίλειο αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την πολιτική του. Αφού πρώτα ο Εθνάρχης Μακάριος εγκατέλειψε την ιδέα της «’Ένωσης», οι Βρετανοί τελικά συμφώνησαν να παραχωρήσουν ανεξαρτησία στην Κύπρο, αλλά υπό τον όρο ότι θα διατηρήσουν τις βάσεις τους. Πλην όμως, το Σύνταγμα της νεοσυσταθείσας Δημοκρατίας έδωσε υπερβολική εξουσία στους Τουρκοκύπριους, παρόλο που αποτελούσαν μόνο το 18% του πληθυσμού. Έτσι, οι δύο κοινότητες δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο θέμα της διακυβέρνησης της χώρας, ούτε και να δημιουργήσουν ενιαίο στρατό. Σύντομα έγινε σαφές ότι η κατάσταση ήταν δυσλειτουργική στη τότε μορφή της. Τρία χρόνια αργότερα, οι προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων να αναθεωρήσουν το Σύνταγμα οδήγησαν στην απελευθέρωση της εθνοτικά υποκινούμενης βίας, η οποία έγινε λίγο πολύ μέρος της ζωής του νησιού μέχρι το 1974. Πολλές προτάσεις για την λύση του «Κυπριακού προβλήματος» απορρίπτονταν συνεχώς από κάποιον από τα εμπλεκόμενα μέρη, ενώ συχνά αποτρέπονταν από τον ίδιο τον Πρόεδρο Μακάριο, του οποίου οι προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες και οι προσπάθειες να διατηρήσει τη θέση του, τον οδήγησαν να αναζητήσει χέρι βοήθειας στο ΑΚΕΛ και να παίξει ένα διεθνές πολιτικό παιχνίδι στο οποίο δεν φοβήθηκε να αναμείξει τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Ο Ψυχρός Πόλεμος και τα Τσεχοσλοβακικά όπλα Ο αγώνας επικράτησης ανάμεσα στους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος, σε μεγάλο βαθμό, είχε ιδεολογικό υπόβαθρο, δεν απέφυγε την Κύπρο. Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ θορυβήθηκαν από την αυξανόμενη επιρροή του ΑΚΕΛ, το οποίο διατηρούσε στενούς δεσμούς με τις σοσιαλιστικές χώρες και απέρριπτε τη βρετανική στρατιωτική παρουσία στο νησί. Σύμφωνα με τις αγγλοσαξονικές υπερδυνάμεις, η πιθανή συμμετοχή του ΑΚΕΛ στην Κυβέρνηση - που δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί στο μέλλον - θα μπορούσε να οδηγήσει την Κύπρο στο Σοσιαλιστικό Μπλοκ. Για το λόγο αυτό, αρνήθηκαν να αποδεχθούν την Κυπριακή Δημοκρατία στη Βορειο-Ατλαντική Συμμαχία και να βοηθήσουν στη δημιουργία του στρατού της. Η κυβέρνηση Κένεντι - πιστή στο δόγμα του Ψυχρού Πολέμου ως αγώνα μεταξύ «καλού» και «κακού» - παραβλέπει τα εθνοτικά προβλήματα της Κύπρου. Επικεντρώνεται στην αυξανόμενη επιρροή του ΑΚΕΛ, την οποία θεωρούσε πολύ πιο σοβαρή απειλή για το νησί. Όταν ο Μακάριος δεν έτυχε υποστήριξης από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, άρχισε να αναζητά βοήθεια στο αναδυόμενο Κίνημα των Αδεσμεύτων και στην ανατολική πλευρά του «Σιδηρού Παραπετάσματος». Το ΑΚΕΛ, με το οποίο συνεργάστηκε στενά ο Αρχιεπίσκοπος, του δημιούργησε τις επαφές με χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, οι οποίες άρχισαν να προμηθεύουν το νησί με στρατιωτικό υλικό και να εξοπλίζουν στρατιωτικές ομάδες που χτίστηκαν ως αντίβαρο στην ελεγχόμενη από την Ελλάδα Εθνική Φρουρά. Λόγω της διασύνδεσης του με τα σοσιαλιστικά κράτη, ο Μακάριος έγινε γνωστός ως «ο Κόκκινος Ιερέας» ή «ο Κάστρο της Μεσογείου». Οι επαφές του με την Ανατολή δυσαρεστήθηκαν όχι μόνο την κυβέρνηση της Ουάσιγκτον, αλλά και τη φασιστική χούντα των Αθηνών, η οποία ήρθε στην εξουσία στην Ελλάδα το 1967. Η τελευταία χρησιμοποίησε τη συνεργασία του Μακαρίου με το ΑΚΕΛ ως ένα από τα επιχειρήματα της για την ανατροπή του 7 χρόνια αργότερα. Από πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνεται περίεργο γιατί ο κορυφαίος εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο νησί συνεργάστηκε με τις κομμουνιστικές χώρες. Εντούτοις, ήταν η πολιτική της Δύσης που δεν πρόσφερε στον Μακάριο άλλη επιλογή από το να κρατήσει τη χώρα του ανεξάρτητη. Το δέσιμο με το Ανατολικό Μπλοκ, το οποίο - σε αντίθεση με τη Δύση - ήταν πρόθυμο να πουλήσει όπλα στην Κυπριακή Κυβέρνηση και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία του στον ΟΗΕ, αποτελούσε μια αναγκαία/ ρεαλιστική και όχι ιδεολογική πράξη. Η κυβέρνηση Νίξον ήταν πιο μετριοπαθής από τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ σε ό,τι αφορούσε το ιδεολογικό επίπεδο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην περίπτωση της Κύπρου δεν θεωρούσε πλέον την επιρροή του ΑΚΕΛ ως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι διαφωνίες για το μέλλον του νησιού επηρέασαν αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την κατάσταση ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία θα μπορούσε, σε περίπτωση αποκορύφωσης, να θέσει σε κίνδυνο την σε εξέλιξη «ομαλοποίηση» των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση. Παρ ’όλα αυτά, ακόμη και η προσέγγιση Νίξον εξακολουθούσε να θεωρεί το «Κυπριακό» πρωτίστως ως μέρος μιας αντιπαράθεσης των υπερδυνάμεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία απειλούσε τα συμφέροντα στρατηγικής, ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η ίδια αντίληψη είχε επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση από τη δεκαετία του 1960. Έτσι, οι δύο υπερδυνάμεις επιδίωξαν τους δικούς τους ιδεολογικούς και πολιτικούς στόχους, ενώ τα εθνοτικά προβλήματα της Κύπρου είχαν για αυτές δευτερεύουσα σημασία. Σύμφωνα με τη Μελέτη του Πανεπιστημίου του Καρόλου της Πράγας, μια άλλη βασική αιτία της διχοτόμησης της Κύπρου, υπήρξαν οι τότε διεθνείς πολιτικές συνθήκες και κυρίως η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που εντατικοποιήθηκαν ξανά μετά από μια σύντομη περίοδο αμοιβαίας συνεργασίας στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Καμία από τις δυο χώρες δεν ήθελε να αποδυναμωθεί η θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, και, ως εκ τούτου, η πιθανή ένταξη της Κύπρου στο ένα ή το άλλο κράτος θα εξασθενούσε το κύρος της άλλης. Αυτός ο ανταγωνισμός στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είχε σημαντικό αντίκτυπο στο ό,τι συνέβαινε στο νησί. Ακόμη και πριν από τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, τόσο η Αθήνα όσο και η Άγκυρα υποστήριξαν τις εκεί παραστρατιωτικές ομάδες, συμβάλλοντας έτσι στην κλιμάκωση της εθνοτικής βίας στο νησί. Οι ΗΠΑ - ως η ηγετική δύναμη της Δύσης - άρχισαν να επεμβαίνουν πιο έντονα στο «Κυπριακό» στα μέσα της δεκαετίας του 1950, για να γίνουν ένας από τους πρωταγωνιστές του σε λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα. Μετά την αποτροπή της Τουρκικής εισβολής στο νησί τον Ιούνιο του 1964, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν τελικά να εφαρμόσουν ένα σχέδιο συνωμοσίας για την ανατροπή της Μακάριου, ο οποίος αποτελούσε για αυτούς το κύριο εμπόδιο στην εξεύρεση εξόδου από την κρίση. Αυτή η προσέγγιση, η οποία είναι εντελώς απαράδεκτη από την άποψη του διεθνούς δικαίου, δείχνει ότι οι Αμερικανοί δεν ήξεραν τότε πώς να αντιμετωπίσουν το «Κυπριακό». Τρόμαζαν στην ιδέα ενός πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στην πιθανή επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά την πιθανή διάσπαση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι η ΕΣΣΔ παρενέβη άμεσα στο νησί, παρά τις διάφορες απειλές του σοβιετικού ηγέτη Χρουστσόφ. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το αίτημα του Μακαρίου προς τη Μόσχα και την Πράγα - τον Αύγουστο του 1964 - για την παροχή αεροσκαφών και πιλότων για αντιμετώπιση του τουρκικού βομβαρδισμού του νησιού, δεν έγινε δεκτό. Ωστόσο, η κρίση ενίσχυσε περαιτέρω τη δυσπιστία του Μακάριου για τη Δύση, με αποτέλεσμα να αναζητήσει υποστήριξη από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και να συνάψει συμφωνίες με τη Σοβιετική Ένωση για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Αν και οι Αμερικανοί κατάφεραν τελικά να διατηρήσουν την ενότητα της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας το 1964, το κόστος ήταν πολύ μεγάλο: η επιδείνωση των σχέσεων με την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια πολύ πιο σοβαρή κρίση δέκα χρόνια αργότερα. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και ο ρόλος της Τσεχοσλοβακίας Το 1974, παρόλο που οι ΗΠΑ δέχτηκαν αρκετές προειδοποιήσεις σχετικά με την απειλή της Ελληνικής χούντας να ανατρέψει τον Μακάριο, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την ακριβή ημερομηνία του πραξικοπήματος, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων. Η επιρροή ή ακόμη και ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στο πραξικόπημα, δεν έχει αποδειχθεί. Ούτε η ύπαρξη ενός σχεδίου το οποίο, όπως το 1964, σε συντονισμό με την Ελλάδα και την Τουρκία, θα οδηγούσε στην απομάκρυνση του Μακάριου. O Χένρι Κίσινγκερ αποφάσισε να μην καταδικάσει δημόσια το πραξικόπημα. Η πολιτική των ίσων αποστάσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας δεν είχε καμιά επιτυχία, ενώ οδήγησε και στην εισβολή της Τουρκίας στο νησί. Η διεθνής κατάσταση δεν ήταν η ίδια όπως δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν η Τουρκία φοβόταν να παρέμβει στο νησί λόγω των αμερικανικών απειλών. Το 1974, η Άγκυρα δεν αποδέχθηκε την άνευ όρων προσαρμογή της δράσης της στις υποδείξεις των ΗΠΑ. Έτσι, στις 20 Ιουλίου του 1974 οι τουρκικές δυνάμεις εισβάλουν στην Κύπρο, όπου έλαβαν χώρα ένοπλες συγκρούσεις με την Κυπριακή Εθνική Φρουρά, της οποίας ηγούνταν Έλληνες αξιωματικοί, και με την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛ.ΔΥ.Κ.), ένα αμιγώς Ελληνικό στρατιωτικό σώμα. Έτσι, στρατιώτες από δύο κράτη μέλη του ΝΑΤΟ πολεμούσαν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα αμερικανικά όπλα, τα οποία είχαν παρασχεθεί στην Ελλάδα και την Τουρκία από την εποχή του δόγματος Τρούμαν. Η επιρροή της Τσεχοσλοβακίας στο «Κυπριακό», η οποία μισο-αποκαλύφθηκε από πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών της, απηχεί την ενεργό συμμετοχή στα πράγματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδίως με στις πωλήσεις όπλων, τη στήριξη της ανεξάρτητης πολιτικής του Προέδρου Μακάριου και τη διατήρηση επαφών με το ΑΚΕΛ, το οποίο είχε το ρόλο του στην κυπριακή πολιτική σκηνή. Η Τσεχοσλοβακία βρισκόταν σε επαφή με Κύπριους κομμουνιστές από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ επισκέφθηκε την Πράγα για να κερδίσει την υποστήριξη της στον ΟΗΕ. Εκείνη, όμως, την εποχή το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε, επειδή επί Στάλιν τα κράτη του Ανατολικού Μπλοκ δεν ήταν υπέρ της άμεσης υποστήριξης του κινήματος ανεξαρτησίας κατά των αποικιακών δυνάμεων. Μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τσεχοσλοβακία ενδιαφέρθηκε περισσότερο για το νησί, καθώς και για άλλες χώρες του τρίτου κόσμου που είχαν απαλλαγεί πρόσφατα από την αποικιοκρατία. Συνήψε πολλές συμφωνίες με την Κύπρο, ενώ το 1966 υπέγρα